- χουζουρεύω
- χουζούρεψα, αναπαύομαι, τεμπελιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουζουρεύω — χουζουρεύω, χουζούρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χουζουρευω — Ν [χουζούρι] αναπαύομαι, τεμπελιάζω, ιδίως στο κρεβάτι … Dictionary of Greek
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
ραχατεύω — ραχάτεψα, αναπαύομαι, χουζουρεύω: Λίγοδούλευε και πολύ ραχάτευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)